Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα απο τη σελίδα 30 και έπειτα, που αφορά το σχέδιο μόδας.
6.1 Σχέδιο μόδας (Fashion Design)
Ενώ ο τομέας του σχεδίου διαθέτει επαρκή ψηφιακή αντίληψη, ένα μέρος των
Ελλήνων σχεδιαστών, δηλώνει πως θα μπορούσε να επενδύσει ακόμα περισσότερο
σε ψηφιακή αναβάθμιση, αλλά δεν το θεωρεί ορθό λόγω αναιμικής εσωτερικής
ζήτησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και ο χώρος του σχεδίου μόδας, όπου ενώ
τα οφέλη από την χρήση 3D εφαρμογών και εικονικών εργαλείων είναι γνωστά και
αδιαμφισβήτητα, παράγοντες όπως η περιορισμένη αγορά και η έλλειψη ψηφιακώ
δεξιοτήτων, οδηγούν σε αργή ψηφιακή προσαρμογή.
Ο τομέας του ενδύματος έχει υστέρηση σε σχέση με τον βιομηχανικό, γραφιστικό και
αρχιτεκτονικό σχεδιασμό εξαιτίας και των περιορισμών των υλικών του. Σύμφωνα με
επιχειρηματίες του χώρου, σημαντική τροχοπέδη ψηφιοποίησης είναι και η εκπαίδευση
επί του αντικειμένου, η οποία γίνεται με τέτοιο τρόπο που περιορίζει το γνωστικό αντικείμενο
των νεοεισερχόμενων στον κλάδο σε ένα μόνο πεδίο του σχεδιασμού, χωρίς να δίνει
σφαιρικότητα19 .
Η ελληνική μόδα είναι ένας απαιτητικός τομέας επηρεασμένος
έντονα από τις βιομηχανικές αλλαγές και τον ανταγωνισμό. Και στην ελληνική αγορά
καταγράφεται πλέον η μεταβολή της ιδιότητας του καταναλωτή από εκείνη του
παθητικού δέκτη σε κυρίαρχου ρυθμιστή της παραγωγής σχεδίου μόδας. Δεν είναι
υπερβολή να πούμε πως και στη χώρα μας, η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών
χρησιμοποιούν ψηφιακά κανάλια πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την πραγματοποίηση
των αγορών τους σε προϊόντα μόδας. Οι Έλληνες σχεδιαστές προσπαθούν να γίνουν
όλο και πιο πελατοκεντρικοί, δίνοντας έμφαση στη δημιουργία μιας ταυτότητας
(brand name) και μιας αφήγησης γύρω από αυτήν. Αυτό το κατορθώνουν, κυρίως
μέσω της άντλησης πληροφορίας από εργαλεία όπως η κοινωνική δικτύωση. Στην
περίπτωση του κλάδου της μόδας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός έρχεται να «κλείσει»,
με έμφαση, το κενό μεταξύ προσδοκιών του καταναλωτή και του τελικού προϊόντος
(Behr, 2018: 5).
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι πως στη χώρα μας αξιοποιούνται από ολοένα
και περισσότερους επαγγελματίες του χώρου όχι μόνο ψηφιακά εργαλεία σε
επίπεδο software σχεδιασμού (CAD, CAM, PDM, PLM, κ.α.) αλλά και συνδρομητικές,
ψηφιακές πλατφόρμες ενημέρωσης και έμπνευσης για τις νέες τάσεις (σχέδια, μοτίβα,
υφάσματα, χρώματα, υφές, κ.α.) που θα έρθουν στο χώρο της μόδας, ακόμα και σε
βάθος διετίας. Τέτοιες πλατφόρμες όπως η Fashion Snoops και η WGSN, είναι ήδη σε
χρήση από Έλληνες σχεδιαστές και κρατούν το σχέδιο μόδας αρκετά επικαιροποιημένο.
Είναι σημαντικό το γεγονός πως στη χώρα, υπάρχει η γνώση για τις εξελίξεις του
κλάδου που σχετίζονται π.χ. με την επαυξημένη πραγματικότητα, το blockchain,
την τεχνητή νοημοσύνη, τις νέες τεχνολογίες υφασμάτων, τα υλικά με αισθητήρες,
κ.α, με πολύ μικρή εφαρμογή τέτοιων καινοτομιών στον σχεδιασμό των εγχώριων
επιχειρήσεων μόδας.
Επανερχόμενοι πάλι στο κομμάτι της παρατήρησης των καταναλωτικών συνηθειών
και της χάραξης εταιρικής στρατηγικής, είναι ενδιαφέρον το πόση σημασία δίνουν
πια οι Έλληνες σχεδιαστές μόδας στην πληροφορία που προσφέρουν οι πλατφόρμες
κοινωνικής δικτύωσης (analytics), με προτίμηση στο Facebook αλλά κυρίως στο
Instagram. Είναι ενδεικτικό το ότι δημιουργούνται, όλο και περισσότερο, άτυπα
συστήματα «παρακολούθησης» των συνηθειών και επιλογών του πελατολογίου, μέσα
από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να προβλεφθούν οι επιθυμίες του σε πραγματικό
χρόνο.
Η ψηφιοποίηση της πελατείας είναι το εργαλείο που αξιοποιούν οι σχεδιαστές
για να επιτύχουν εξατομικευμένη υπηρεσία. Δεδομένου πως η συγκέντρωση τέτοιων
ποιοτικών δεδομένων είναι πλέον ευκολότερη από ποτέ, η δημιουργία πιο ορθολογικών
πολιτικών στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και της εξωστρέφειας γίνεται πιο ασφαλής
και για τις ελληνικές επιχειρήσεις σχεδίου μόδας. Βέβαια και εδώ παρατηρείται μια
ίσως αδυναμία αξιοποίησης αυτών των στοιχείων από τους ίδιους τους επιχειρηματίες
του σχεδίου, οι οποίοι δεν διαθέτουν, κάποιες φορές, τις κατάλληλες δεξιότητες, ώστε
να ερμηνεύσουν τα δεδομένα αυτά.
Με τις καταναλωτικές συνήθειες να έχουν μετατοπιστεί και να αναζητούν γρήγορη
ανταπόκριση σε χρόνους και τάσεις, κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις ένδυσης,
έχουν μπει στη διαδικασία να σχεδιάζουν εικονικά στις ιστοσελίδες τους, χωρίς να
παράγουν φυσικά κομμάτια, έτσι ώστε να επιτύχουν εξοικονόμηση πόρων αλλά και
μικρότερό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, πράγμα το οποίο αξιοποιούν και επικοινωνιακά
στις καμπάνιες τους, προβάλλοντας την παράμετρο της εταιρικής ευθύνης. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, οι επιχειρήσεις ωφελούνται από την εφαρμογή της
τεχνολογίας και σε επίπεδο κόστους διατήρησης αποθεμάτων, εφοδιαστικής αλυσίδας
και διανομής. Φαίνεται, πως και στη χώρα μας δομείται μια λογική αναζήτησης
ενός καινοτόμου σχεδιασμού αγορών σε έναν ψηφιακό κόσμο, παρά η ψηφιοποίηση
της παραδοσιακής μορφής αγορών.
Παράλληλα, υπάρχουν fashion designers στην Ελλάδα που λειτουργούν το μοντέλο
μιας πιο tailor made υπηρεσίας, με έμφαση στη χειροποίητη παραγωγή, οι οποίοι επενδύουν περισσότερο στο κομμάτι της ψηφιακής επικοινωνίας και λιγότερο στα τεχνολογικά
εργαλεία της παραγωγικής διαδικασίας20.
Ο χώρος του σχεδίου μόδας εμπεριέχει τη δημιουργικότητα ενός καλλιτέχνη που
κάποιες φορές έρχεται σε κόντρα με τη λογική της πλήρους ψηφιοποίησης της
διαδικασίας. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα σε παλαιότερους σχεδιαστές
μόδας.
Η χρήση τεχνολογίας για τη δημιουργία και ηλεκτρονικών καταστημάτων
πώλησης (e-shops) είναι κάτι που εφαρμόζεται από τους σχετικά πιο «ώριμους»
σχεδιαστές του χώρου, ενώ οι νεοεισερχόμενοι περιορίζονται στην αξιοποίηση των
κοινωνικών δικτύων για την προβολή της δουλειάς τους. Οι ίδιοι επαγγελματίες
πάντως δηλώνουν πως δεν είναι μακριά η εποχή που ο καταναλωτής θα εντοπίζει και
θα αγοράζει ψηφιακά το ρούχο που επιθυμεί, θα διαλέγει μέγεθος και χρώμα, θα το
εκτυπώνει και βέβαια όταν το βαρεθεί θα μπορεί να το ανακυκλώσει εύκολα21 .
19. Σύμφωνα και με τις δια ζώσης συνεντεύξεις με επαγγελματίες του χώρου, δεν είναι λίγες οι φορές που
απόφοιτοι σχολών γνωρίζουν μόνο την ψηφιακή απεικόνιση του σχεδίου μόδας χωρίς να έχουν αντίληψη
της πραγματικής 3D διάστασης του ενδύματος (πατρόν), γεγονός που τους δυσκολεύει στο να παράξουν
εμπορεύσιμο προϊόν.
20. Σύμφωνα και με τις προσωπικές συνεντεύξεις σε επαγγελματίες του σχεδίου μόδας, η υποτονική ελληνική
αγορά, οδηγεί, νομοτελειακά, στην tailor made υπηρεσία.
21. Με βάση τις δια ζώσης συναντήσεις αποτυπωνεται μια επάρκεια γνώσης σε θεματικά πεδία όπως τα
«Smart clothes» και οι νέες τεχνολογίες παραγωγής ενδύματος που λαμβάνουν υπόψη το περιβαλλοντικό
αποτύπωμα, χωρίς βέβαια να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής των δυνατοτήτων αυτών.